Seliniotikanea.gr

Τα νέα του τόπου μας (Σέλινο - Πλατανιάς - Σφακιά)

Kάποιες κουβέντες .. και μια μικρή ιστορία για το παπά Γιώργη Χιωτάκη

Ο παπά Γιώργης ήταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε εύκολα να μπει σε καλούπι…Δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τα τυπικά, ως άνθρωπος και ως ιερέας ενεργούσε αυθόρμητα, ανθρώπινα, παρορμητικά ,αυστηρά με τόλμη και θράσος πολλές φορές…..

αλλά πάντα με απέραντη αγάπη με ταπεινότητα και ανιδιοτέλεια….Αυτή του η ανιδιοτέλεια τον πείσμωνε τον έκανε ποιο διεκδικητικό και απαιτητικό πολλές φορές γιατί βαθιά μέσα του ήξερε ότι αυτά που ήθελε να κάνει, αυτά που ήθελε να ζητήσει ήταν για άλλους, ήταν για τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη όχι για εκείνον…..

Εκείνος δεν είχε ανάγκη (όπως έλεγε) εκείνος είχε αφήσει την ζωή του στα χέρια του θεού…..και στην υπηρεσία του ανθρώπου……Έτσι πορεύτηκε μέχρι το τέλος…..Η ιστορία που θα σας πω αφορά το μυστήριο της εξομολόγησης…..

Ο παπά Γιώργης ήταν ιεροψάλτης για πολλά χρόνια και χειροτονήθηκε ιερέας στα 46 του και ενώ είχε φέρει στον κόσμο ήδη τα 11 από τα 12 παιδιά του. Νέος ιερέας λοιπόν τότε και παρότι είχε έντεκα παιδιά κατά καιρούς φιλοξενούσε στο σπίτι του φοιτητές/τριες που ερχόντουσαν από τα πανεπιστήμια της εποχής στα πλαίσια της πτυχιακής τους εργασίας ή μέσω διαφόρων προγραμμάτων…..

Ένας από τους πολλούς φοιτητές που φιλοξενήθηκαν από τον παπά Γιώργη ήταν και ο Μανώλης (αν θυμάμαι σωστά το όνομα του).Ο Μανώλης ήταν ένα ήσυχο χαμηλών τόνων παιδί, λιγομίλητος και εσωστρεφείς.

Ο παπά Γιώργης είχε το χάρισμα να διακρίνει τους ανθρώπους που κουβαλούσαν πάνω τους πόνο προβλήματα και ψυχικά βάρη ασήκωτα γι’αυτούς. Βλέποντας λοιπόν τον Μανώλη κλεισμένο μέσα στον εαυτό του και θέλοντας να τον προσεγγίσει του λέει μία μέρα:

Μανώλη θα πάω στην Αγία ζώνη να ανάψω τα καντήλια και θέλω να έρθεις μαζί μου να με βοηθήσεις.

Πάνε στην εκκλησία παρέα ο Μανώλης κάθεται έξω στην πεζούλα και ο παπά Γιώργης χωρίς να του ξαναπεί τίποτα μπαίνει μέσα στην εκκλησία άρχισε σιγανά να ψάλει ύμνους και συγχρόνως να ανάβει τα καντήλια της Αγίας Ζώνης. Όταν τελείωσε βγαίνει έξω πάει και καθίζει στην πεζούλα διπλά στον Μανώλη και του ανοίγει κουβέντα προσπαθώντας να τον κάνει να βγάλει από μέσα του αυτά που τον βαραίνουν. Μανώλη γιατί είσαι τόσο σκεφτικός παιδί μου?Θέλεις να μιλήσουμε, είναι κάτι που σε βασανίζει και θέλεις να μου το πεις?

Όχι παπα Γιώργη! λέει κοιτάζοντας τον με τα μάτια βουρκωμένα σχεδόν έτοιμα να κλάψουν…..Μανώλη εγώ βλέπω ότι έχεις να μου πεις πολλά άλλα δεν θες να μου τα πεις,δεν πειράζει όμως.

Θέλω παπά Γιώργη θέλω αλλά δεν μπορώ δεν μου βγαίνουν να σου τα ‘ξομολογηθώ……

Λέγοντας αυτά ο Μανώλης τα βουρκωμένα μάτια του δεν άντεξαν και ξέσπασε σε κλάματα….

Βλέποντας τον ο παπά Γιώργης να κλαίει έτσι τον αγκαλιάζει του κτυπά με το χέρι στην πλάτη και του λέει………

Μανώλη παιδί μου φτάνει εδά…..Φτάνει μην κλαίς άλλο μα μου τα ‘πες ούλα (όλα)!!!!

Ο παπα Γιώργης τότε κατάλαβε ότι το ξέσπασμα αυτό σε κλάματα ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει εκείνη την στιγμή ο Μανώλης….

Ήταν ο μόνος τρόπος να βγάλει από μέσα του όλο αυτό το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε……

Αυτό που δεν κατάφερε λοιπόν ο Μανώλης να κάνει με τα λόγια, κατάφερε να το κάνει με το κλάμα του.

Σε αυτό αρκέστηκε και ο παπα Γιώργης…… Αυτός ήταν ο παπα Γιώργης Πάντα ανθρώπινος Ιδιοπρόσωπος, όπως λέει και ένας φίλος.

Ήξερε καλά ότι όπως τα δάκτυλα του χεριού έτσι και οι άνθρωποι κανένας δεν είναι ίδιος με τον άλλο.

Κάθε ένας και ένα ξεχωριστό πλάσμα του θεού.

μοιραστείτε το

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *